- ἐπικρίνωμεν
- ἐπικρί̱νωμεν , ἐπικρίνωdecideaor subj act 1st plἐπικρί̱νωμεν , ἐπικρίνωdecidepres subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.